- ζαβολιά
- η плутовство, жульничество; шулерство;
§ τρείς — к' η ζαβολιά — а) до трёх нарушений (в детской игре); — б) больше этот номер не пройдёт
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
§ τρείς — к' η ζαβολιά — а) до трёх нарушений (в детской игре); — б) больше этот номер не пройдёт
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ζαβολιά — η 1. παράβαση τών όρων τού παιχνιδιού, κλέψιμο στο παιχνίδι, απάτη, ξεγέλασμα 2. φρ. «τρεις κι η ζαβολιά» λέγεται από τα παιδιά για δήλωση ότι δεν θα γίνει ανεκτός αυτός που θα κάνει κατά τη διάρκεια τού παιχνιδιού για τρίτη φορά την ίδια… … Dictionary of Greek
ζαβολιά — η δόλια παράβαση των κανόνων του παιχνιδιού: Δεν τον παίζουν, γιατί κάνει ζαβολιές … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Nikolas Asimos — Nikolaos Asimopoulos Born August 20, 1949(1949 08 20) Died March 17, 1988(1988 03 17) (aged 38) Nationality Greek Other names Nikos Asimos … Wikipedia
αλεπουδιά — η 1. πανουργία, πονηριά, δολιότητα 2. πράξη που γίνεται με πανουργία, κατεργαριά, ζαβολιά 3. τόπος όπου συχνάζουν αλεπούδες. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλεπού (θ. του πληθ. αλεπούδες)] … Dictionary of Greek
διαβολιά — η 1. πανουργία 2. (για παιδιά) ζωηρότητα, εξυπνάδα 3. πράξη πονηρή, διαβολική, που τείνει να εξαπατήσει τον άλλον, ζαβολιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. διαβολία < διάβολος] … Dictionary of Greek
ζαβολιάρης — άρα και άρισσα, ικο [ζαβολιά] 1. αυτός που κάνει ζαβολιές στο παιχνίδι και προσπαθεί να κερδίσει αντικανονικά και με απάτη 2. ο δύστροπος ή κακόπιστος στις συναλλαγές … Dictionary of Greek
παραβολιά — η [παράβολος] χρήση ανέντιμων ή πονηρών μέσων σε βάρος κάποιου, ζαβολιά … Dictionary of Greek
διαβολιά — η 1. ιδιότροπη κακία και πονηριά. 2. αταξία, ζαβολιά: Χρησιμοποιεί διαβολιές για να κερδίζει στα παιχνίδια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)